Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

γυθίσσων διορύσσων

См. также в других словарях:

  • βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… …   Dictionary of Greek

  • βόθρος — ο (AM βόθρος) νεοελλ. βαθύς σκεπασμένος λάκκος όπου διοχετεύονται και συγκεντρώνονται ακαθαρσίες αρχ. μσν. λάκκος, όρυγμα στο έδαφος αρχ. κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βόθρος (με επίθημα * ro ), αποτελεί λέξη ήδη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»